- αρχαϊκότητα
- [-ης (-ητος)] η1) архаичность; древность; 2) устарелость, старомодность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek
τσακωνικός — ή, ό, και τσακώνικος, η, ο, Ν [Τσάκωνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τσάκωνες ή στην Τσακωνία 2. το ουδ. ως ουσ. το τσακώνικο ο καρπός μιας ποικιλίας τού φυτού απιδιά η κοινή 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσακωνικά και τσακώνικα η … Dictionary of Greek
δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… … Dictionary of Greek